πανῳδός

πανῳδός
πᾰν-ῳδός, όν,
A all-tuneful,

ἀχώ IG42(1).130.21

(Epid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανωδός — όν, Α πάρα πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • πανωιδός — πανῳδός all tuneful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”